Α. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ
27/9/18
Η κυπριακή ανεξαρτησία και το χρέος μας
Ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία ετοιμάζεται να εορτάσει την 58η επέτειο της ανεξαρτησίας της βρίσκεται ενώπιον μιας πολύ δύσκολης κατάστασης έχοντας να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα προβλήματα του 19ου και 21ου αιώνα. Η προσπάθεια της Κύπρου για ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της και απαλλαγή από την ξένη κατοχή αποτελεί ένα πρόβλημα που ιστορικά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίσθηκε τον 19ο αιώνα. Η χώρα μας βρίσκεται στον χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης όπου εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρές εθνοκοινοτικές καθώς και διακρατικές διενέξεις. Η πρόκληση για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι ότι ενώ αντιμετωπίζει το μέγιστο αυτό υπαρξιακό ζήτημα, παράλληλα καλείται να διαχειριστεί προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η ανόρθωση της οικονομίας, η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και των θεσμών, η διασφάλιση ίσων ευκαιριών, η αναβάθμιση της παιδείας και της υγείας, η αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων, της αποξένωσης, της απαξίωσης και της μάστιγας των ναρκωτικών. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη γεωγραφική θέση της Κύπρου καθώς και τα κατοχικά δεδομένα, η χώρα μας καλείται επίσης να αντιμετωπίσει και τις προκλήσεις της παράνομης μετανάστευσης και των προσφυγικών ρευμάτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ανάγκη για ένα αποτελεσματικό κράτος αποτελεί στρατηγικό μονόδρομο. Πέραν τούτου θα αναμένετο να υπήρχε ένα πνεύμα συνεργασίας, αλληλοκατανόησης και εθνικής ομοψυχίας. Δυστυχώς τα σημαντικά αυτά στοιχεία δεν υφίστανται. Αντίθετα η διαχρονική εθνική ροπή προς τις αντιπαραθέσεις, τη μικροπολιτική, τη σύγκρουση και τη διχόνοια υπάρχουν σε πολύ ψηλό βαθμό. Πολλές φορές το κυπριακό σκάφος δίνει την εντύπωση του Τιτανικού που αρμενίζει αμέριμνα κατευθυνόμενο προς μοιραία πρόσκρουση. Υπενθυμίζεται ότι και πριν το 1974 ενώ ο τουρκικός κίνδυνος ήταν ορατός και υπήρχαν σχεδόν καθημερινές προειδοποιήσεις, το μοιραίο δεν αποφεύχθηκε. Και δυστυχώς μέχρι σήμερα βιώνουμε τις συνέπειες του δίδυμου εγκλήματος – πραξικοπήματος και εισβολής – ενώ η τελική έκβαση δεν μπορεί να προεξοφληθεί.
Σημειώνεται συναφώς ότι ενώ το υπό συζήτηση πλαίσιο για επίλυση του Κυπριακού στηρίζεται στη φιλοσοφία της συναινετικής δημοκρατίας (conscotiational democracy), όπως και το 1960, το οποίο κατ’ ουσίαν απαιτεί αποφάσεις με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών, στις μεταξύ μας σχέσεις και συναλλαγές ως Ελληνοκύπριοι, η διάθεση για συναινετικές λύσεις δεν αποτελεί σύνηθες φαινόμενο. Η διαπίστωση αυτή εμπεριέχει πολύ σοβαρές προεκτάσεις. Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα συνεννοούμαστε με την τουρκοκυπριακή κοινότητα όταν στις μεταξύ μας σχέσεις δυσκολευόμαστε εμείς να το πράξουμε.
Θα αναμένετο επίσης να κατανοούντο και να λαμβάνοντο υπ’ όψιν οι πραγματικότητες της παγκοσμιοποίησης, της συμμετοχής στην Ευρωζώνη καθώς και τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή. Εκ των πραγμάτων η επιλογή των «άριστων των αρίστων» σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου καθώς και ο επαγγελματισμός θα έπρεπε να ήταν μονόδρομος. Αντί τούτου διαιωνίζεται η εξυπηρέτηση μικροκομματικών και ιδιοτελών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων εις βάρος του συνόλου. Έτσι η εντύπωση που δίδεται σε τρίτους παρατηρητές είναι ότι η χώρα μας είναι βυθισμένη σε μια νοοτροπία όχι μόνο στρουθοκαμηλισμού αλλά και επαρχιωτισμού (parochialism).
Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχει η καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των προκλήσεων με πραγματισμό και με συγκεκριμένη πυξίδα. Όμως παρά το γεγονός ότι υπάρχει απαξίωση και απογοήτευση για τους θεσμούς, το κράτος και τα τεκταινόμενα, είναι λάθος να μηδενίζουμε τα πάντα. Υπάρχουν οι εξαιρέσεις που αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση. Αναφέρομαι στην παρουσία ικανών και έντιμων προσώπων αλλά και εκλεκτών ομάδων – που αποτελούν θύλακες αγωνιστικότητας και προσφοράς με επίγνωση του καθήκοντος και του χρέους. Τα εκλεκτά αυτά πρόσωπα και τις πολύ δραστήριες ομάδες τους συναντούμε στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στην εκκλησία. Τους συναντούμε επίσης στη δημόσια διοίκηση, σε οργανισμούς κοινής ωφέλειας, στον στρατό, στην αστυνομία, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και σε ολόκληρη την κοινωνία. Είναι και εκείνοι οι επιχειρηματίες οι οποίοι πέραν του κέρδους θεωρούν σημαντική τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην οικονομία. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και σε εκείνους τους νέους μας που παρά τις αντιξοότητες της κρίσης, της απαξίωσης και της εποχής του εγωκεντρισμού εξακολουθούν να προβληματίζονται όχι μόνο για την καθημερινότητα τους και το μέλλον τους αλλά και για τους συμπατριώτες και την πατρίδα τους. Εν ολίγοις παρά την απογοήτευση, τη διαπλοκή, τη διαφθορά, την κακοδιαχείριση, τη «μετριοκρατία», υπάρχουν εκείνες οι δυνάμεις οι οποίες υπό προϋποθέσεις μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Αυτοί οι θύλακες καλούνται να εντείνουν τις προσπάθειες τους για την ουσιαστική βελτίωση όχι μόνο του πολιτικού συστήματος αλλά και της κοινωνίας και να δώσουν προοπτική για το αύριο.