Νέα στρατηγική στην πράξη, 7/9/17

 

Μετά το ναυάγιο στο Κραν Μοντάνα ολοένα και περισσότερο πληθαίνουν οι φωνές στα κατεχόμενα εδάφη για λύση δύο κρατών εντός της ΕΕ. Αλλά και στην ελεύθερη Κύπρο άρχισε δειλά δειλά να συζητείται αυτό το ζήτημα. Όμως η ΕΕ δεν θα έβλεπε θετικά μια τέτοια εξέλιξη.  Και τούτο όχι επειδή θα παραβιαζόταν η εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Η ΕΕ γνωρίζει ότι σε μια ενδεχόμενη λύση δύο κρατών εντός της Ένωσης, το τουρκοκυπριακό κράτος θα ήταν/είναι υπό την κηδεμονία της Τουρκίας.  Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε σοβαρές και πολυδιάστατες επιπλοκές στην ίδια την Ένωση.  Έτσι η ΕΕ εξακολουθεί να στηρίζει μια διευθέτηση η οποία να διασφαλίζει έστω και μια χαλαρή κρατική οντότητα.

 

Αλλά και η Τουρκία έχει τους δικούς της λόγους να μην αποδέχεται μια καθαρή λύση δύο κρατών καθώς στοχεύει σε μια διευθέτηση η οποία θα της επιτρέπει να έχει τη δική της επιρροή σε ολόκληρη την Κύπρο. Εν ολίγοις ο στόχος της Άγκυρας για επικυριαρχία στη Μεγαλόνησο παραμένει αναλλοίωτος. Ενώ φαίνεται να απομακρύνεται η προοπτική της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ένα άλλο πιθανό σενάριο, το οποίο ενδεχομένως να έλθει στο προσκήνιο, είναι αυτό της συνομοσπονδίας. Με το μοντέλο αυτό θα υπάρχει εσωτερική κυριαρχία των δύο κρατών αλλά ως προς τις εξωτερικές υποθέσεις, ασφάλεια και άλλα σημαντικά ζητήματα περιλαμβανομένων ενεργειακών θεμάτων, θα υπάρχει κοινή εκπροσώπηση.  Εκ πρώτης όψεως η ΕΕ δεν θα είχε ισχυρές αντιρρήσεις παρά το γεγονός ότι και με αυτή τη διευθέτηση η Τουρκία θα εξακολουθήσει να έχει καθοριστικό ρόλο σε ένα κράτος μέλος της.  Όμως με μια τέτοια λύση, ο μόνος τρόπος για την ΕΕ να έχει τις λιγότερες δυνατό συνέπειες είναι όπως το συγκεκριμένο κράτος έχει τους περιορισμούς του. Αυτό θα ήταν καταστροφικό για τον Κυπριακό Ελληνισμό.

 

Ακόμη και στην περίπτωση που η Τουρκία αποδεχόταν να τερματισθούν οι πρόνοιες για εγγυήσεις και υπήρχε οδικός χάρτης για αποχώρηση των στρατευμάτων τα δεδομένα θα εξακολουθούσαν να ήταν πολύ δύσκολα καθώς το διζωνικό δικοινοτικό ομοσπονδιακό τρικέφαλο κράτος, που θα αντικαθιστούσε την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ομαλά.  Επιπρόσθετα, το κράτος αυτό θα ήταν αδύνατο να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Επιπρόσθετα, θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα νομιμοποίησης ενώ πάνω απ’ όλα θα εξακολουθούσε να υπάρχει η καθοριστική επιρροή της Άγκυρας. Πέραν τούτου, με τις τέσσερεις βασικές ελευθερίες για Τούρκους πολίτες, ενδεχομένως να προκύψουν κάποιοι περιορισμοί για όλους τους Κύπριους.  Η Κύπρος θα ήταν κράτος δεύτερης κατηγορίας εντός της ΕΕ.  Ας μην λησμονούμε το τι έλαβε χώρα σε σχέση με το κούρεμα καταθέσεων.  Εν ολίγοις το υπό συζήτηση πλαίσιο λύσης θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και επιπλοκές στην περίπτωση εφαρμογής του.

 

Το ζητούμενο είναι μια πειστική εναλλακτική προσέγγιση.  Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτά τα δεδομένα, η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να σταθμίσει όλους τους παράγοντες και να προχωρήσει ανάλογα με νέες προσεγγίσεις.  Στα πλαίσια μιας διευθέτησης η περιοχή/περιφέρεια υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση μπορεί να έχει την ευρύτερη δυνατή αυτονομία.  Πέραν τούτου είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε το ενδεχόμενο αξιοποίησης και τροποποίησης του Συντάγματος του 1960 λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα.  Οι πυλώνες αυτοί μπορεί να είναι μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας.  (Σχετική πρόταση έχει ήδη κατατεθεί και επικαιροποιείται συνεχώς.)  Στα πλαίσια αυτά είναι δυνατό να επιδιωχθεί η ομαλοποίηση των σχέσεων Κυπριακής Δημοκρατίας Τουρκίας και η ενθάρρυνση μιας πολυμερούς ενεργειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα.

 

Προφανώς η προτεινόμενη πολιτική η οποία οδηγεί στην αποκατάσταση της κυριαρχίας και ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είναι δύσκολο να υλοποιηθεί. Η ουσία όμως της εναλλακτικής προσέγγισης έγκειται στο γεγονός ότι, αφ’ ενός, παραμερίζει άπαξ και δια παντός πλαίσια λύσης τα οποία εάν υλοποιηθούν θα επιδεινώσουν σαφώς τα δεδομένα και αφ’ ετέρου κατατίθεται μια πρόταση η οποία είναι πραγματιστική αλλά και πειστική.  Η προτεινόμενη προσέγγιση σε συνδυασμό με μια πολιτική επανάκτησης της ηθικής μας υπεροχής καθώς και δημιουργίας σύζευξης συμφερόντων με άλλες δυνάμεις είναι δυνατό να οδηγήσει σταδιακά στα επιθυμητά αποτελέσματα.  Αρκεί να το πιστέψουμε.