Ανδρέας Θεοφάνους

17/6/22

Ο στρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και Δύσης και η ΕΕ

Μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου ο διάσημος Καθηγητής του Στάνφορντ Φράνσις Φουκουγιάμα κατέθεσε την άποψη ότι αυτό σηματοδοτούσε το τέλος της ιστορίας. Για τον Φουκουγιάμα, ο θρίαμβος της φιλελεύθερης δημοκρατίας συνεπαγόταν μια νέα εποχή χωρίς ιδεολογικούς ανταγωνισμούς. Ωστόσο, οι ανταγωνισμοί, ιδεολογικοί και στρατηγικοί, παρέμειναν μέρος της πολιτικής και της μετα-ψυχροπολεμικής εποχής. Υπό αυτή την έννοια, η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, 2001 εναντίον των ΗΠΑ ήταν ένα σημαντικό γεγονός με πολλαπλές προεκτάσεις για το διεθνές περιβάλλον. Για αρκετούς αναλυτές, η 11η Σεπτεμβρίου, 2001 παρείχε υποστήριξη στη θεωρία Χάντιγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών.

Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 αποτέλεσε με τραγικό τρόπο υπενθύμιση του συνεχιζόμενου ανταγωνισμού μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Πράγματι, πρόκειται για τη μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης από την Κουβανική κρίση του 1962. Κρίνοντας από τα αποτελέσματα, είναι θλιβερό το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστικός διάλογος μεταξύ Ρωσίας και Δύσης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Το Δυτικό αφήγημα είναι ότι ο Πούτιν και η Ρωσία έχουν παραβιάσει το διεθνές δίκαιο και ότι αυτό αποτελεί μέρος ενός συνολικού σχεδίου για την αποκατάσταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Εν ολίγοις, η Ρωσία ακολουθεί μια αναθεωρητική πολιτική. Και η Δύση δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό. Επιπλέον, υπάρχουν σοβαρές κατηγορίες για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών στη Ρωσική Ομοσπονδία και πέραν αυτής. Η Ρωσία προβάλλει τη θέση ότι η «επέμβασή» της δεν είχε να κάνει μόνο με την προστασία του Ρωσόφωνου πληθυσμού του ανατολικού τμήματος της Ουκρανίας αλλά και με τη δική της εθνική ασφάλεια. Η Μόσχα κατηγορεί τις ΗΠΑ για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς από το 1991, αυξάνοντας τα κράτη μέλη από 18 σε 30, παρά τις υποσχέσεις περί του αντιθέτου.

Εκτός από την ανθρωπιστική διάσταση αυτής της τραγωδίας, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η κλιμάκωση δημιουργεί περαιτέρω κινδύνους. Η Ρωσία σήμερα είναι το κράτος με τις μεγαλύτερες και περισσότερες κυρώσεις εις βάρος του. Σύμφωνα με τη σχετική θεωρία όταν επιβάλλονται τέτοιες κυρώσεις, ο στόχος είναι ο περιορισμός και η αποδυνάμωση της εν λόγω χώρας καθώς, ενδεχομένως, και η αλλαγή καθεστώτος.

Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον αντίκτυπο που έχει αυτή η κατάσταση στην ΕΕ. Όλα τα κράτη μέλη βιώνουν ήδη έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Επιπλέον, ο φόβος ότι η ΕΕ θα αντιμετωπίσει σύντομα το πρόβλημα του στασιμοπληθωρισμού είναι μεγάλος. Δυστυχώς, η διαιώνιση της κρίσης συνεπάγεται λιγότερη ασφάλεια και λιγότερη ευημερία για την ΕΕ.

Αυτά τα γεγονότα εξελίσσονται ενώ διεξάγεται η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Ο διάλογος αυτός, ο οποίος είχε ενθαρρυνθεί από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, είχε ξεκινήσει περισσότερο από ένα χρόνο πριν από την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Είναι προφανές ότι το περιεχόμενο αυτής της συζήτησης έχει πλέον αλλάξει δραματικά, καθώς ο πόλεμος οδηγεί σε τεκτονικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα.

Η ΕΕ και η Δύση καλούνται να επανεξετάσουν τις επιλογές τους εν όψει της σύγκρουσης που είναι πιθανό να εξελιχθεί σε ένα νέο παρατεταμένο ανταγωνισμό μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Σημειώνω συναφώς ότι τα συμφέροντα και οι στόχοι μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών της ΕΕ δεν είναι πανομοιότυπα. Και σίγουρα οι Βρετανικές προσεγγίσεις είναι διαφορετικές από αυτές της Γερμανίας και της Γαλλίας. Επιπλέον, τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν είναι τα ίδια σε σχέση με αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Σε γενικές γραμμές, τρία σενάρια αναδύονται ως προς τη μελλοντική εξέλιξη αυτής της κρίσης:

(α)    Συνέχιση της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού μέχρις ότου μία από τις δύο πλευρές επιτύχει τους διακηρυχθέντες στόχους της.

(β)    Τέλος του πολέμου στην Ουκρανία και επίτευξη ψυχρής ειρήνης. Αυτό συνεπάγεται τη διαιώνιση των περισσότερων κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τη μετεξέλιξη του πολέμου σε μια παγωμένη ανεπίλυτη σύγκρουση.

(γ)    Σοβαρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και μεταξύ Ρωσίας και Δύσης για την επίτευξη διαρκούς ειρήνης που θα συνεπάγεται εξομάλυνση των σχέσεων και της συνεργασίας.

Δυστυχώς, το τρίτο σενάριο παρουσιάζεται ως η πιο απίθανη προοπτική αυτή τη στιγμή.

Το κατά πόσον η απάντηση της Δύσης προκλήθηκε από τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από τη Ρωσία ή αν το κύριο κίνητρο ήταν ο περιορισμός και η φθορά της Ρωσίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα θεωρητικό ερώτημα. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά. Το Διεθνές Δίκαιο παραβιάστηκε σε πολλές περιπτώσεις. Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή είναι μόνο μία από αυτές. Και ενώ η Τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου συνεχίζεται μέχρι σήμερα, και παράλληλα η Άγκυρα εντείνει τον υβριδικό της πόλεμο εναντίον αυτού του νησιωτικού κράτους μέλους της ΕΕ, τα αντανακλαστικά της Δύσης μέχρι στιγμής αποδείχθηκαν ανεπαρκή.

Υπενθυμίζουμε ότι η ΕΕ οικοδομήθηκε μέσω οικονομικών συνεργειών. Ένας από τους δεδηλωμένους στόχους της ήταν η επίτευξη της συμφιλίωσης, της διαρκούς ειρήνης και της συνεργασίας με τη χρήση, μεταξύ άλλων, οικονομικών μέσων. Έτσι, προωθήθηκε, μεταξύ άλλων, η δημιουργία αλληλοεξαρτήσεων και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ χωρών που προηγουμένως είχαν πολεμήσει η μια την άλλη, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Είναι ατυχές το γεγονός ότι η ΕΕ και η Δύση δεν επέκτειναν την ίδια φιλοσοφία στη Ρωσία.

Δεδομένων των σημερινών συνθηκών, η ΕΕ καλείται να αναλάβει πρωτοβουλίες για το τέλος αυτού του αιματηρού πολέμου. Επιπρόσθετα, ο διάλογος μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας θα είναι πολύ χρήσιμος. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι τέτοιες προτάσεις έχουν υποβληθεί από υψηλόβαθμους αξιωματούχους Ευρωπαϊκών και άλλων κρατών. Το ζητούμενο πρέπει να είναι μια νέα Ευρωπαϊκή και διεθνής αρχιτεκτονική ασφάλειας η οποία να διασφαλίζει την ειρήνη και να ενθαρρύνει τη συνεργασία.