Ανδρέας Θεοφάνους
6/9/19
Ο Πρόεδρος και το δίλημμα των προκατόχων του
Λίγο μετά τη παράνομη ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» στις 15 Νοεμβρίου 1983 και τα καταδικαστικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ Πέρες ντε Κουεγιάρ μετά από ενθάρρυνση αρκετών δυνάμεων, κυρίως των ΗΠΑ, ανέλαβε πρωτοβουλία για την επίλυση του Κυπριακού. Οι λεπτομέρειες και το όλο ιστορικό καταγράφονται στο πολύ κατατοπιστικό βιβλίο του Π. Πολυβίου «Κυπριανού και Κυπριακό – Η Συνάντηση Κορυφής της Νέας Υόρκης το 1985», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010. Ενώ αρκετά δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί κάποια άλλα παραμένουν αναλλοίωτα.
Ο τότε Πρόεδρος Σ. Κυπριανού και η ελληνοκυπριακή πλευρά αισθάνθηκαν απογοήτευση με την εξέλιξη της πρωτοβουλίας καθώς βασικά στοιχεία των προτάσεων Κουεγιάρ ικανοποιούσαν πλήρως την τουρκοκυπριακή πλευρά – ιδιαίτερα στο συνταγματικό πεδίο – ενώ στα θέματα που οι Ελληνοκύπριοι είχαν τις δικές τους ευαισθησίες (εγγυήσεις, στρατεύματα κατοχής, εδαφικό, περιουσιακό, τρεις βασικές ελευθερίες και έποικοι [Ναι, έποικοι το 1984-86]) οι θέσεις του ΓΓ του ΟΗΕ δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες τους. Παρά ταύτα, ο Σ. Κυπριανού συνέχισε τις προσπάθειες. Στο εσωτερικό μέτωπο ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ επιθυμούσαν διακαώς την κατάληξη σε συμφωνία ενώ το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ διατηρούσαν σοβαρές επιφυλάξεις.
Ο Σ. Κυπριανού αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης αποδέχθηκε κατ’ αρχήν τις προτάσεις Κουεγιάρ όχι μόνο για να μην κατηγορηθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά και για να εξαντλήσει τις δυνατότητες επίλυσης του Κυπριακού με ένα υποφερτό τρόπο. Ήταν το επόμενο βήμα όμως που προκάλεσε τη δυστοκία και την τελική κατάρρευση της πρωτοβουλίας Κουεγιάρ. Συγκεκριμένα, ο ΓΓ του ΟΗΕ εισηγήθηκε ότι η υλοποίηση του Σχεδίου του προϋπόθετε τη δημιουργία μεταβατικής κυβέρνησης η οποία θα ήταν υπεύθυνη για την υλοποίησή του, καθώς και για την επίλυση όλων των επί μέρους ζητημάτων.
Ο Πρόεδρος Κυπριανού διερωτήθηκε κατά πόσον σε περίπτωση κατάρρευσης της μεταβατικής κυβέρνησης θα ήταν δυνατή η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Επειδή η απάντηση ήταν αρνητική, ο Σ. Κυπριανού απέρριψε την πρόταση. Η τελική αποτίμηση του Π. Πολυβίου για τα ζητήματα αυτά έχει ως ακολούθως (σελ. 182):
«Αξιολογώντας τώρα τις τρεις προτεινόμενες Συμφωνίες των ετών 1984-1986, σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά, λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές κλίμα, καθώς και την αμοιβαία καχυποψία –αν όχι εχθρότητα– μεταξύ των ηγεσιών των δύο κοινοτήτων και αναλογιζόμενοι τον ορατό κίνδυνο διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπτωση που η Μεταβατική Κυβέρνηση συγκροτείτο πριν την ολοκλήρωση της συμφωνημένης λύσης, με τη διευθέτηση όλων των εκκρεμούντων ζητημάτων -όπως σαφώς στόχευε ο Κουεγιάρ, τουλάχιστον στην αρχή της πρωτοβουλίας του- η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από το ότι ορθά ο Πρόεδρος Κυπριανού και η ελληνοκυπριακή ηγεσία απέρριψαν το τελικό προϊόν των προσπαθειών του Γενικού Γραμματέα της περιόδου 1984-1986».
Ενώ πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε, στην περίπτωση κατάληξης σε συμφωνία στη βάση του υφιστάμενου πλαισίου διαπραγματεύσεων ο οποιοσδήποτε Πρόεδρος θα έχει τους ίδιους προβληματισμούς για το συγκεκριμένο ζήτημα: κατά πόσον είναι δυνατή η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση σε περίπτωση κατάρρευσης της λύσης. Αυτός ήταν ένας από τους προβληματισμούς του Προέδρου Παπαδόπουλου για το τελικό Σχέδιο Ανάν. Γι’ αυτό και στο διάγγελμα του στις 7 Απριλίου 2004 υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «Κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της».
Εκ των πραγμάτων το συγκεκριμένο δίλημμα – πέραν των άλλων – θα είναι υπαρκτό και για τον Πρόεδρο Αναστασιάδη ακόμα και αν υπάρξει συμφωνία παρά την έξαρση των τουρκικών προκλήσεων. Η προσπάθεια για κατάληξη σε μια διευθέτηση στη βάση μιας λειτουργικής διπεριφερειακής δικοινοτικής ομοσπονδίας πρέπει να προϋποθέτει τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και μια ικανοποιητική ρύθμιση στην περίπτωση κατάρρευσης της συμφωνίας. Ενώ η πλευρά μας έπρεπε προ πολλού να είχε προσπαθήσει να διαφοροποιήσει κάποια δεδομένα στη βάση των συνομιλιών (π.χ. αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 2004 ή τουλάχιστον μετά την κατάρρευση στο Κραν Μοντάνα τον Ιούλιο του 2017), θα πρέπει, έστω και σήμερα, να υπάρξει ο ανάλογος προβληματισμός για το πώς προχωρούμε. Και τούτο επειδή η υφιστάμενη βάση των συνομιλιών καθώς και η συγκεκριμένη διαδικασία πολύ δύσκολα θα οδηγήσουν σε ένα ευοίωνο μέλλον και σταθερότητα.