23/11/17
Ο Μακάριος και η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία
Αναπόφευκτα και σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία επανέρχεται το θέμα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και κατά πόσον είναι η μόνη επιλογή. Προφανώς πρέπει να συζητηθεί και να εξαντληθεί το θέμα. Είναι όμως λανθασμένο και παραπλανητικό οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες στηρίζουν την υφιστάμενη βάση των συνομιλιών να επικαλούνται ως άλλοθι τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ως τον ηγέτη που αποδέχθηκε πρώτος τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Είναι χρήσιμο να αξιολογούμε σωστά την ιστορία. Η Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Μακάριου – Ντενκτάς στις 13 Φεβρουαρίου 1977 είχε ως ακολούθως:
«1. Επιζητούμε μια ανεξάρτητη, αδέσμευτη δικοινοτική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία.
- Το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας γης.
- Θέματα αρχών όπως η ελευθερία διακίνησης, ελευθερία εγκατάστασης, το δικαίωμα περιουσίας και άλλα εξειδικευμένα ζητήματα, είναι ανοικτά για συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να προκύψουν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
- Οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα είναι τέτοιες, ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας λαμβανομένου υπ’ όψιν και του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους».
Πουθενά στη συμφωνία δεν αναφέρεται η λέξη διζωνική. Μετά την εισβολή του 1974 ο Μακάριος αρχικά υποστήριξε την ιδέα της πολυπεριφερειακής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Μεταγενέστερα αποδέχθηκε ως ύστατη και οδυνηρή υποχώρηση τη διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία. Στην πράξη βάση για τη συνταγματική διευθέτηση θα ήταν το σύνταγμα του 1960 που στηρίζεται στη συναινετική δημοκρατία (consociational democracy) και όχι το ενιαίο κράτος που προέκυψε από το Δίκαιο της Ανάγκης. Ως προς την εδαφική διάσταση θα υπήρχε περιφέρεια που θα ήταν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση. Όμως ο Μακάριος δεν συζητούσε καν την έννοια των συνιστώντων κρατών, την εκ περιτροπής προεδρία και την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αποτελεί ύβρη η επίκληση του Μακαρίου για νομιμοποίηση παραχωρήσεων που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια. Παραβλέπονται επίσης οι τελευταίες πολιτικές παρακαταθήκες του Μακαρίου στις 20 Ιουλίου 1977: έχοντας αντιληφθεί ότι οι παραχωρήσεις που είχε κάνει δεν είχαν αντίκρισμα διακήρυξε ότι εκ των πραγμάτων επιβαλλόταν «ο μακροχρόνιος αγώνας για φυσική και εθνική επιβίωση». Υπογράμμισε επίσης ο Μακάριος την ανάγκη για συνεχή ενίσχυση της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προϋπόθεση επιβίωσης και τελικής δικαίωσης. Στην πορεία του χρόνου αγνοήθηκαν οι παρακαταθήκες αυτές και η ελληνοκυπριακή ηγεσία προέβη και σε άλλες παραχωρήσεις.
Η διολίσθηση από τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς μετά τον Κυπριανού και η κατάληξη στις συμφωνίες Χριστόφια-Ταλάτ και Αναστασιάδη-Έρογλου στις οποίες ενσωματώθηκε η πρόνοια για συνιστώντα κράτη, δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της ανισορροπίας δυνάμεων. Υπήρχε αφ’ ενός ένα ιδεολογικό στίγμα και αφ’ ετέρου υποτίμηση των συνεπειών των συμφωνιών. Επιπρόσθετα, ενώ πουθενά ο όρος διζωνική δεν παραπέμπει σε συνταγματικές πρόνοιες ο τρόπος που μεθοδικά εργάσθηκε η τουρκική πλευρά δημιούργησε ένα επικίνδυνο για μας κεκτημένο. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρεί ότι «τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί αν δεν συμφωνηθούν όλα».
Οι υποστηριχτές της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως συζητείται σήμερα θεωρούν ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές. Όμως βλέπουμε ότι ομοσπονδιακά μοντέλα με αποκλειστικούς πύλωνες τα εθνοκοινοτικά κριτήρια δεν έχουν ευοίωνο μέλλον. Πάνω απ’ όλα τυχόν υλοποίηση της υφιστάμενης βάσης των συνομιλιών θα νομιμοποιήσει, θα εμβαθύνει και θα επιδεινώσει τα κατοχικά δεδομένα. Άλλωστε είναι προφανές ότι η Τουρκία απροκάλυπτα εργάζεται για τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα θα πρέπει να οικοδομηθεί μια νέα πολιτική με στόχο μια πολυπεριφερειακή ή ακόμα και διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία χωρίς συνιστώντα κράτη η οποία θα προκύψει από τη συνταγματική αναθεώρηση του Συντάγματος του 1960. Η συγκεκριμένη πρόταση θα εμπεριέχει επίσης μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων καθώς και ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία με σεβασμό στην ανεξαρτησία, κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προς την κατεύθυνση αυτή η προοπτική μιας πολυμερούς ενεργειακής συνεργασίας θα είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Οι στόχοι αυτοί είναι δυνατό να επιτευχθούν με τη συμβολή της ΕΕ καθώς και άλλων δυνάμεων στα πλαίσια μιας εξελικτικής πορείας.
Είναι κατανοητές οι υπέρμετρες δυσκολίες της διαφοροποίησης του κεκτημένου των συνομιλιών και του στόχου της ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως εκ των πραγμάτων μια νέα προσέγγιση αποτελεί στρατηγικό μονόδρομο. Θα απαιτηθούν, μεταξύ άλλων, επίμονες προσπάθειες, ολοκληρωμένες προτάσεις για το περιεχόμενο της λύσης, πειστικό αφήγημα και μια πραγματιστική εξωτερική πολιτική.